- ολιγόυλος
- ὀλιγόϋλος, -ον (ΑΜ)(για σύγγραμμα) αυτός που περιέχει λίγη ύλη, λίγο περιεχόμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -υλος (< ὕλη), πρβλ. μονό-υλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek